Κοινωνός που τα κατέβαλε μπορεί να τα αναζητήσει από τους υπόλοιπους κοινωνούς κατ΄ αναλογία των μερίδων τους. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τα έξοδα αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 794, 904 επ., 1101-1107 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση κοινωνίας δικαιώματος, όπως συμβαίνει όταν η κυριότητα πράγματος ανήκει σε περισσότερους από κοινού (άρθρο 1113 ΑΚ), κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους υπόλοιπους κοινωνούς κατά την αναλογία της μερίδας του για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού. Ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να αναζητήσει αυτά που κατέβαλε επί πλέον της μερίδας του από τους υπόλοιπους κοινωνούς, κατά την αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η διάταξη αυτή καλύπτει και τα βάρη του κοινού πράγματος με την έννοια του άρθρου 965 ΑΚ (π.χ. φόροι, τέλη κ.λπ.), επειδή και τα βάρη του πράγματος αποτελούν με ευρύτερη έννοια έξοδα διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος (ΑΠ 1694/2013, ΑΠ 189/2011). Αντιθέτως, δεν υπάγονται στις εν λόγω δαπάνες που μπορούν να αναζητηθούν αυτές που προκαλούνται από την ατομική χρησιμοποίηση - εκμετάλλευση του κοινού πράγματος από έναν κοινωνό. Η αναζήτηση των εξόδων γίνεται απ' ευθείας βάσει της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν με τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή μετά από απόφαση όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και με την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος κατά συνέπεια αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί, μεταξύ των άλλων και να αποδείξει ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη (ΑΠ 274/2012). Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τα έξοδα αυτά αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 251/2014, ΑΠ 1465/2006), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι συντρέχουν, έστω, οι όροι εφαρμογής των τελευταίων αυτών διατάξεων και ειδικότερα, εάν μεν η αναζήτηση των εξόδων ή βαρών γίνεται κατά τις περί διοίκησης αλλοτρίων διατάξεις, υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι ο υποβληθείς στα έξοδα και τα βάρη αυτά ανέλαβε αυτοβούλως τη διοίκηση αλλότριας υπόθεσης, χωρίς, δηλαδή, τη ρητή εντολή του κυρίου της, β) ότι ο πρώτος είχε συνείδηση ότι διαχειρίζεται ξένη υπόθεση, γ) ότι πρόθεση αυτού ήταν να διοικήσει την αναληφθείσα υπόθεση σαν ξένη, δ) ότι ο τελευταίος διεξήγαγε την εν λόγω υπόθεση κατά το συμφέρον και κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου της και ε) ότι γίνεται αναφορά των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διεξαγωγή της υπόθεσης, εάν δε, η αναζήτηση των εν λόγω εξόδων ή βαρών γίνεται κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι λόγω της καταβολής των ως άνω εξόδων ή βαρών επήλθε πράγματι πλουτισμός, β) ότι ο πλουτισμός αυτός έλαβε χώρα σε βάρος της περιουσίας αυτού που τα κατέβαλε και γ) ότι η συγκεκριμένη περιουσιακή μετακίνηση έγινε χωρίς νόμιμη αιτία. Η αναζήτηση αυτή δύναται να επιδιωχθεί και με ανταγωγή ή και με ένσταση του εναγόμενου κοινωνού, για το ορισμένο και παραδεκτό της οποίας (ανταγωγής ή ένστασης), πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τη συνδρομή των προαναφερόμενων προϋποθέσεων, διαφορετικά (η ανταγωγή ή η ένσταση) είναι αόριστη και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη.
26 Φεβρουαρίου 2025
Παναγιώτης Σταμ. Γουνελάς
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο &
Πτυχ. Οικονομικών Επιστημών Ε.Κ.Π.Α