Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies και παρόμοιες τεχνολογίες.

Εάν δεν αλλάξετε τις ρυθμίσεις του προγράμματος περιήγησης, συμφωνείτε με αυτό. Ενημερωθείτε

Συμφωνώ

Καταδολίευση Δανειστών - Αγωγή Διάρρηξης - Βλάβη Δανειστή - Παραγραφή

Αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας - η απαίτηση και ο σκοπός βλάβης - η λόγω γονικής παροχής απαλλοτρίωση - 5ετής παραγραφή

          Από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 ΑΚ προκύπτει ότι για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, ήτοι διάθεση ή εκποίηση δικαιωμάτων περιουσιακής φύσης, β) σκοπός βλάβης των δανειστών με την ως άνω απαλλοτριωτική πράξη, ήτοι δόλος του οφειλέτη, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του τελευταίου, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, αναφορικά με την μείωση της περιουσίας του - και δη σε βαθμό που να καθίσταται αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή του - και στην επιδίωξη του αποτελέσματος αυτού, αρκούντος και του ενδεχόμενου δόλου, ήτοι της γνώσης πιθανής πρόκλησης αφερεγγυότητας λόγω της απαλλοτριωτικής πράξης και αποδοχής της πιθανότητας αυτής (ΑΠ 1677/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1230/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1798/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 934/2002, ΠειρΝομ 2003, 77), γ) θετική γνώση της απαλλοτρίωσης, της βλάβης των δανειστών και του δόλου του οφειλέτη στο πρόσωπο του τρίτου, υπέρ έγινε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 1798/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1028/2008, ΕπΕμπΔ 2008, 865), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι πρόκειται για καταδολιευτική δικαιοπραξία εξ επαχθούς και όχι χαριστικής αιτίας, εφόσον η ρύθμιση του άρθρου 941 ΑΚ αφορά μόνο τη διάρρηξη των εξ επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεων (ΑΠ 1796/2006 Αρμ. 2007, 723, ΑΠ 207/2007 ΔΕΕ 2007, 1223) και δ) αφερεγγυότητα του οφειλέτη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής διάρρηξης και η εξ αυτής προκαλούμενη στους δανειστές βλάβη (ΑΠ 1189/2003, ΕλλΔνη 2004, 461, ΕφΠειρ 760/2006 ΠειρΝομ 2007, 32, ΕφΠατρ 284/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

                Η απαίτηση πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (επί ακινήτου κατά το χρόνο κατάρτιση της δικαιοπραξίας και όχι  της μεταγραφής της) και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (Ολ ΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1482/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΔυτΜακ 28/2016 ΤΝΠ NOMOS – βλ. και Παπαδημητρόπουλο σε Α. Γεωργιάδη «ΣΕΑΚ», Τόμος Ι, άρθρο 940, αριθμ. 2, σελ. 1919). Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 939 του ΑΚ, νοείται κάθε διάθεση ή εκποίηση δικαιωμάτων περιουσιακής φύσεως του οφειλέτη, αδιάφορα αν αυτή έγινε από επαχθή ή χαριστική αιτία.

               Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση. Βασική προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης του δανειστή προς διάρρηξη της γενόμενης από τον οφειλέτη προς τρίτο καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης περιουσιακού του στοιχείου αποτελεί η εξ αιτίας αυτής δημιουργούμενη για τον οφειλέτη αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης (εμφανούς) περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει, δε, η αφερεγγυότητα να υπάρχει (και) κατά τον χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 731/2017, ΑΠ 805/2013 ΤΝΠ NOMOS). Από αυτά έπεται, ότι στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναφέρονται αφενός μεν το ποσό της απαιτήσεως του δανειστή, αφετέρου δε η αξία του απαλλοτριωθέντος στοιχείου κατά το χρόνο της ασκήσεώς της (ΑΠ 1902/2013, ΑΠ1800/2008, ΑΠ 1112/2004 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής, η οποία είναι ανύπαρκτη γι’ αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με την διάρρηξηεπιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών (ΑΠ 1815/2012 ΤΝΠ NOMOS). Εμφανή περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι’ αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 941/2007, Εφ Πειρ 635/2015 ΤΝΠ NOMOS).

             Για τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης, ο νόμος απαιτεί, μεταξύ άλλων, να έγινε αυτή «προς βλάβη» των δανειστών. Πρόθεση βλάβης των δανειστών θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών (ΑΠ 1297/2013, ΑΠ 1910/2009, ΑΠ 1798/2007 ΕλλΔνη 49. 177, ΑΠ 1482/2004 ΕλλΔνη 48. 1682), αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται. Η πρόθεση βλάβης των δανειστών εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθ. 486 ΑΚ (ΑΠ 1902/2013 ΕλλΔνη 55. 401). Για την ύπαρξη πρόθεσης βλάβης των δανειστών δεν απαιτείται άμεσος δόλος του οφειλέτη, αλλά αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (Π. Καργάδος: ΕρμΑΚ, άρθ. 939, αριθ. 23, Π. Κορνηλάκης: ΕιδΕνοχΔ, Ι, έκδ. 2012, § 117, αριθ. 21, Ι. Σπυριδάκης: Η κατάσταση καταδολιεύσεως, ΕφΑΔ 2016. 999 επ., 1003. Αντίθετα Ευρ. Ρίζος: Οι προϋποθέσεις διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, έκδ. 2012, σ. 183 επ.), ενώ δεν αρκεί άγνοια της βλάβης από αμέλεια, έστω και βαριά (Π. Φίλιος: ΕιδΕνοχΔ, έκδ. 2009, § 218.Β, Απ. Γεωργιάδης: ΕιδΕνοχΔ, Ι, έκδ. 2004, § 67, αριθ. 21). Ο δόλος αυτός (πρόθεση βλάβης) του οφειλέτη πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 1654/2008, ΕφΘεσ 2402/2017 αδημ. – Ελένη Ασημακοπούλου, Ευ. Μπανάκας: σε Α. Γεωργιάδη/Μ. Σταθόπουλου: ΑΚ, άρθ. 939, αριθ. 37, Π. Ζέπος: ΕιδΕνοχΔ, έκδ. 1965, σ. 786), ενώ μεταγενέστερη γνώση δεν βλάπτει (Π. Καργάδος: ο.π. άρθ. 939, αριθ. 25, Απ. Γεωργιάδης: ο.π., § 67, αριθ. 22, Π. Κορνηλάκης: ο.π., § 117, σημ. 57).

             Σχετικά με ποσοστό της διάρρηξης, την οποία θα απαγγείλει, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη και το δεδομένο ότι η διάσπαση του ενιαίου πράγματος σε ιδανικά μερίδια συγκυριότητας λόγω της εν μέρει διάρρηξης υποβαθμίζει ουσιωδώς την εμπορική του αξία, εφόσον το άθροισμα της αξίας των εν λόγω ιδανικών μεριδίων υπολείπεται καταφανώς της αξίας του ενιαίου πράγματος. (Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο I, σελ. 738-740), Συνεπώς, σε περίπτωση που συνεπεία της εκποίησης διατηρούνται εμπράγματα δικαιώματα κατ’  ιδανικό μερίδιο και διασπάται η οικονομική ενότητα του πράγματος πρέπει να σταθμίζονται, κατά τον προσδιορισμό του ποσοστού της διάρρηξης από το Δικαστήριο, οι συνέπειες της παραπάνω ιδρυόμενης κοινωνίας δικαιώματος στην αξία του απαλλοτριωθέντος πράγματος (πρβλ Τσολακίδη Ζ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1112/2004, ΧρΙΔ 2005, 115).

             Ως απαλλοτρίωση κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων θεωρείται και η λόγω γονικής παροχής κατ' άρθρο 1509 ΑΚ γενομένη, η οποία συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και, συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α' εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού η εν λόγω ρύθμιση αποσκσπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 1567/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 638/2004 ΕλλΔνη 2006, 157, ΑΠ 1680/2002 ΝοΒ 51, 2003, ΕφΘεσ 1028/2008, ΕπΕμπΔ 2008, 865, ΕφΔωδ 159/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, κατά την κρατήσασα στη Νομολογία άποψη, δεν απαιτείται γνώση του κατά άρθρο 939 ΑΚ δόλου του μεταβιβάζοντας από τον αποκτώντα, επί μεταβιβάσεων που έγιναν προς τέκνο λόγω γονικής παροχής, καθώς η δικαιοπραξία αυτή είναι χαριστική, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 941 ΑΚ (ΑΠ 1778/2007, ΝοΒ 2007, 338, ΑΠ 1482/2004 ο.π., ΑΠ 638/2004, ο.π., ΕφΑΘ 157/2007 ΕλΔνη 2007.898, ΕφΔωδ 213/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ Λαρ 751/2004 ΕλΔνη 2005, 565). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του ΑΚ προκύπτει ότι η διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, την οποία κατήρτισε ο οφειλέτης προς βλάβη του δανειστή του, επέρχεται κατά το μέρος της που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτηση του τελευταίου, η οποία διαφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Συνεπώς, σε περίπτωση που η αξία του απαλλοτριωθέντος είναι μεγαλύτερη από το ποσό της απαίτησης του δανειστή, σύμφωνα με την επικρατούσα στη νομολογία και στη θεωρία άποψη, η εν λόγω διάρρηξη διατάσσεται μόνο κατά το μέτρο που απαιτείται προς ικανοποίηση του δανειστή-ενάγοντος, αφού μόνον υπέρ αυτού ενεργεί. Ενόψει δε του ότι η εξεύρεση του μέρους αυτού εξαρτάται από τη σχέση του ποσού της απαίτησης, που πρέπει να ικανοποιηθεί, προς το ποσό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά την άσκηση της αγωγής, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της, εκτός των άλλων προαναφερθέντων στοιχείων, τα οποία απαιτούνται κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, και τα ανωτέρω ποσά, προκειμένου το δικαστήριο να προσδιορίσει το αναγκαίο μέτρο της διάρρηξης. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρονται σε αυτήν, εκτός από την αξίωση του δανειστή και η αξία του αντικειμένου της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, ώστε σε περίπτωση που η αξία του δεύτερου είναι μεγαλύτερη από την αξία της απαίτησης, να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί το ποσοστό του (αντικειμένου της απαλλοτρίωσης), το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δανειστή (ΑΠ 479/2005, ΕλλΔνη 2005, 1450, ΑΠ 1112/2004, ΧρΙΔ 2005, 114, ΕφΘεσ 447/2011,Αρμ 2011, 1149, Εφ Δωδ 159/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2903/2005, Αρμ 2006, 4, Απ. Γεωργιάδη, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο σελ 732, Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο I, σελ. 738-739). Προκειμένου να προσδιορίσει το αναγκαίο μέτρο της διάρρηξης, το Δικαστήριο πρέπει να συνεκτιμά, πέρα από την προς ικανοποίηση αξίωση του δανειστή, το γεγονός ότι κατά τον πλειστηριασμό είναι απίθανο να επιτευχθεί εκπλειστηρίασμα ίσο με την αγοραία αξία του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, εφόσον κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το εκπλειστηρίασμα είναι κατώτερο την ως άνω αξία.      

           Σε ότι αφορά γενικότερα το ορισμένο της αγωγής, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 111 παρ. 2, 118, 216 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία ζητείται η εκ μέρους του δανειστή διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, κάθε απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας του οφειλέτη του πρέπει, για την πληρότητά του, να διαλαμβάνει την εξιστόρηση του γεγεννημένου (των δημιουργικών στοιχείων) της απαιτήσεως κατά τον χρόνο συντελέσεως της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και το ληξιπρόθεσμο αυτής κατά το χρόνο της συζητήσεως της αγωγής, αφού ως απώτερος κρίσιμος χρόνος συνδρομής των στοιχείων της κτήσεως και του απαιτητού του διά της αγωγής ασκουμένου δικαιώματος είναι ο της συζητήσεως της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τον προσδιορισμό του ύψους της απαιτήσεως του δανειστή και της αξίας του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού αντικειμένου κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική αλλά επέρχεται κατά το μέρος ζημιώσεως του δανειστή, ούτως ώστε αν το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος της απαιτήσεως του δανειστή, η διάρρηξη να είναι μερική και να εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο προς την αξία της απαιτήσεως του δανειστή σε σχέση προς την αξία του απαλλοτριωθέντος. Είναι δε ορισμένη η αγωγή, όταν με το δικόγραφό της προσδιορίζεται η κατά την άσκηση αυτής αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ακόμη και όταν ο προσδιορισμός αυτός στηρίζεται επί του αντικειμενικού συστήματος εξευρέσεως αξιών, αφού με αυτόν τον προσδιορισμό υιοθετείται από τον ενάγοντα ότι η πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου ταυτίζεται προς την κατ 'αντικειμενικό προσδιορισμό αντίστοιχη (ΑΠ 637/2001). Επίσης η αγωγή πρέπει να διαλαμβάνει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία υφίσταται, όταν η υπόλοιπη (εμφανής) περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Ως υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη νοείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας δύνανται να επιληφθούν οι δανειστές προς ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών και όχι και η αφανής περιουσία, η οποία είναι εν τοις πράγμασι ανύπαρκτη γι' αυτούς, καθώς αντίθετη εκδοχή οδηγεί σε ματαίωση του διά της διαρρήξεως επιδιωκομένου νομοθετικού σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση του οφειλέτη.  Η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται αναιρετικά με τον λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή της ενστάσεως. Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη εξειδικεύσεως των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ' αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με λόγο από τον αριθ. 8 ή αναλόγως 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 192/2016). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 480/2010). Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσεώς της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 496/2016, ΑΠ 192/2016, ΑΠ 853/2014).

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 946 ΑΚ η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση. Χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι ο χρόνος που έλαβε χώρα η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία (ΑΠ 1695/1998). Η προθεσμία αυτή αποτελεί παραγραφή και όχι αποσβεστική προθεσμία, άρα κρίνεται ημερολογιακά στα πέντε έτη και όχι κατά το τέλος του αντίστοιχου πέμπτου έτους (ΑΠ 1885/2009). Η παραγραφή της αγωγής διάρρηξης είναι ανεξάρτητη της παραγραφής της κύριας απαίτησης (ΑΠ 1695/1998).

28 Νοεμβρίου 2024

Παναγιώτης  Σταμ.  Γουνελάς
Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο    &
Πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

- Δημοκρίτου 18  &  Σκουφά   Αθήνα  106 73

- Λεωφ. Βασιλέως Γεωργίου Β' 65-67
Πειραιάς  185 34

Τηλέφωνο επικοινωνίας

210 4170488

email: gounelaslawoffice@gmail.com

 

 

 

 

Copyright © Π.Γουνελάς & Συνεργάτες All Rights Reserved. Designed by EzStore.gr